ερεύγομαι

ερεύγομαι
(I)
και ρεύομαι (Α ἐρεύγομαι)
αποβάλλω, βγάζω από το στόμα αέρια τού στομαχιού ή και μέρος από τις άπεπτες τροφές, ρεύομαι
αρχ.
1. (για τη θάλασσα) ξεσπώ σε αφρούς, σε κύματα πάνω στην ξηρά, χτυπώ στα βράχια και αφρίζω
2. (για ηφαίστεια και ποτάμια) βγάζω με ορμή από το στόμιο, εκτινάσσω, ξερνώ, ξεχύνω
3. (για ποτάμια) εκβάλλω, χύνομαι
4. εκστομίζω, μιλώ μεγαλόφωνα, αποκαλύπτω («καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι μητρί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο πρωταρχικός θεματικός ενεστ. ερεύγομαι (με παράλληλο ενεστ. τ. ερυγγάνω που απαντά στον πεζό λόγο) ανάγεται σε ΙE *reug- «ρεύομαι» και ανήκει σε μια εκφραστική ομάδα λέξεων που απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες
πρβλ. λατ. ē-rūgo (< ex + επιτ. rūctō) με την ίδια σημ., λιθ. riaugmi, riaugeti, ρωσ. θαμιστ. rygať. Απαντά και με συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας ρυγ- (αόρ. ήρυγον)
πρβλ. και αρχ. άνω γερμ. ita-ruchjan, αγγλοσαξ. rοcettan, αρμ. orcam. Από τον αόρ. τού ρ. ερεύγομαι προήλθε και το νεοελλ. ρεύομαι: ερεύχθην> ερεύχθην> ρεύομαι].
————————
(II)
ἐρεύγομαι (Α)
(στον ενεργ. αόρ. β’ ἤρυγον, απρμφ. ἐρυγεῑν και μτχ. ἐρυγών)
(κυρίως για ταύρο) μουγκρίζω, βρυχώμαι, ωρύομαι (α. «ὡς ὅτε ταῡρος ἤρυγεν», Ομ. Ιλ.
β. «ἄυσεν ὅσον βαθὺς ἤρυγε λαιμός» — όσο μπορούσε να φωνάξει από το βάθος τού λαιμού του, Ομ. Οδ.
γ. «κῡμα... ἐρευγόμενον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ερεύγομαι «ωρύομαι, βρυχώμαι» απαντά σε ομηρικά χωρία σε σχέση πάντα με τη θάλασσα, αλλά δεν είναι βέβαιο αν σε όλες τις περιπτώσεις πρόκειται γι’ αυτό ή για το ερεύγομαι (I)*. Οπωσδήποτε, ανάγεται σε ΙE *reuĝ-, που εκφράζει έναν τραχύ, βραχνό ήχο και συνδέεται με λατ. rūgiō, rugĩre «βρυχώμαι, μουγκρίζω», καθώς και αρχ. σλαβ. rykati, αγγλοσαξ. rӯn, αρχ. άνω γερμ. rohōn, που ανάγονται σε ΙE *reuk-, με διαφορετική ριζική παρέκταση (-k αντί -g)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐρεύγομαι — belch out pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγομένων — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem gen pl ἐρεύγομαι belch out pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγόμεθα — ἐρεύγομαι belch out pres ind mp 1st pl ἐρεύγομαι belch out imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγόμενον — ἐρεύγομαι belch out pres part mp masc acc sg ἐρεύγομαι belch out pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρεύγου — ἐρεύγομαι belch out pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐρεύγομαι belch out imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγόντα — ἐρεύγομαι belch out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐρεύγομαι belch out aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύγῃ — ἐρεύγομαι belch out aor subj mp 2nd sg ἐρεύγομαι belch out aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρυγον — ἐρεύγομαι belch out aor ind act 3rd pl ἐρεύγομαι belch out aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγομένη — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρευγομένην — ἐρεύγομαι belch out pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”